τουλούμι

τουλούμι
το мех, бурдюк;

§ βρέχει με το τουλούμι — льёт как из ведра;

κάνω κάποιον τουλούμι στο ξύλο — отдубасить (кого-л.), сделать отбивную (из кого-л.)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τουλούμι" в других словарях:

  • τουλούμι — το, Ν 1. δερμάτινο ασκί 2. μτφ. πολύ παχύς άνθρωπος 3. φρ. α) «ρίχνει με το τουλούμι» βρέχει πολύ β) «κάνω τουλούμι στο ξύλο» δέρνω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulum] …   Dictionary of Greek

  • τουλούμι — το (λ. τουρκ.), ασκός, ασκί: Βρέχει με το τουλούμι. – Τον έκανε τουλούμι στο ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουλουμιάζω — Ν [τουλούμι] 1. τοποθετώ το τυρί μέσα στο τουλούμι 2. δέρνω πάρα πολύ κάποιον 3. φουσκώνω και γίνομαι σαν τουλούμι («τουλούμιασε η κοιλιά μου») …   Dictionary of Greek

  • τουλουμήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που έχει διατηρηθεί σε τουλούμι 2. φρ. «τουλουμήσιο τυρί» το τουλουμοτύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. μοσχαρ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • τουλουμιάζω — τουλούμιασα, τουλουμιάστηκα, τουλουμιασμένος 1. βάζω κάτι μες στο τουλούμι: Τουλουμιάζω το τυρί. 2. μτφ., δέρνω κάποιον άγρια: Είναι τουλουμιασμένος στο νοσοκομείο. 3. αμτβ., γίνομαι σαν τουλούμι, φουσκώνω, πρήζομαι: Έφαγα πολύ και τουλούμιασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκί — το (AM ἀσκίον) 1. δερμάτινος σάκος, τουλούμι 2. ποσότητα όση χωρά σ ένα ασκί («ένα ασκί κρασί») νεοελλ. φρ. 1. «βρέχει με τ ασκί» βρέχει ραγδαία 2. «τον έκανε ασκί στο ξύλο» τον έδειρε πολύ 3. «δεν έχει πάει με δικό του ασκί στο μύλο» δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • τουλουμοτύρι — το, Ν (τροφ. τεχνολ.) ελληνικό λευκό τυρί άλμης που παραδοσιακά παρασκευάζεται με γάλα αιγοπροβάτων, αλλ. τυρί ασκού ή τυρί τουλουμήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμι + τυρί] …   Dictionary of Greek

  • τουλούμιασμα — το, Ν [τουλουμιάζω] 1. τοποθέτηση τυριού στο τουλούμι 2. ξυλοδαρμός …   Dictionary of Greek

  • τυρολόγος — ο, Ν μικρός ασκός, τουλούμι για τη φύλαξη τού μαλακού τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + λόγος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»